Η αύξηση του κατώτατου μισθού, που είχε ήδη προαναγγελθεί από την κυβέρνηση και η οποία είχε συμφωνηθεί με τους Θεσμούς, ήταν αναμενόμενη και εν πολλοίς αναγκαία. Άλλωστε, τον τελευταίο καιρό, το σύνολο των κομμάτων του πολιτικού φάσματος επικροτεί και πολλές φορές πλειοδοτεί, στις παροχές αυξήσεων.
Σε κάθε περίπτωση, η επιλογή της Κυβέρνησης να υιοθετήσει το ανώτατο όριο του ποσοστού αύξησης που πρότεινε η Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων, δημιουργεί σοβαρό προβληματισμό, αφού δεν συνοδεύεται με παράλληλα μέτρα μείωσης των εργοδοτικών εισφορών και των φορολογικών επιβαρύνσεων, τόσο των εργαζομένων, όσο και των εργοδοτών.
Κατά συνέπεια, το προτεινόμενο ποσοστό αύξησης, είναι εξαιρετικά πιθανό να έχει αρνητικές συνέπειες, κυρίως για τις μικρές επιχειρήσεις, που απασχολούν έως 20 εργαζομένους, για μεγάλο ποσοστό ανειδίκευτων εργαζομένων, και, κυρίως, για τις παραγωγικές επιχειρήσεις εντάσεως εργασίας.
Για να μην τρωθεί, συνολικά η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, θα πρέπει να υπάρξει σαφής δέσμευση της Κυβέρνησης:
- στη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων σε όλους τους τομείς της οικονομίας και κυρίως στη διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας και των επενδύσεων,
- στη λήψη αποφάσεων για στοχευμένες παρεμβάσεις, με στόχο την άμεση μείωση του μη μισθολογικού κόστους,
- στην εφαρμογή ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης, που θα αφορούν κυρίως τους κλάδους της μεταποίησης και τους λιγότερο ανεπτυγμένους νομούς της περιφέρειας,
- στην αποτελεσματικότερη εποπτεία της αγοράς εργασίας, ώστε να αποτραπούν φαινόμενα αδήλωτης εργασίας, άρα παραοικονομίας, και τέλος,
- στη διατήρηση των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας, της περιόδου 2010 – 2017, και,
- στη λήψη μέτρων για την περιφερειακή ανάπτυξη.
Θεσσαλονίκη, 29 Ιανουαρίου 2019