Ο εκσυγχρονισμός της οικονομίας, του κράτους κλπ, δεν μπορεί να συμβεί αν δεν ανακάμψει η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Θα αποφύγω την κυρίαρχη προσέγγιση για το θέμα, που επικεντρώνεται στην κριτική θεώρηση της λειτουργίας του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Προφα-νώς μια τέτοια προσέγγιση είναι χρήσιμη, αλλά δεν θα ήθελα ξανά να κουράσω με την πιθανή επανάληψη γνω-στών, τόσο «θεωρητικά», όσο και «βιωματικά» καταστάσε-ων και της σχετικής κριτικής.
Αφού λοιπόν ο εκσυγχρονισμός είναι συνεπαγόμενο της α-νταγωνιστικότητας, για την επίτευξη μιας καλής θέσης στις σχετικές παγκόσμιες κατατάξεις ανταγωνιστικότητας, χρεια-ζόμαστε την εκπλήρωση, ταυτόχρονα μάλιστα, δύο προϋπο-θέσεων:
1. της παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων, υψη-λής προστιθέμενης αξίας, και,
2. της ενσωμάτωσης της ρητής και άρρητης γνώσης που παράγεται και προσφέρεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς στις οργανώσεις μας, και ακολούθως της μετουσίωσής της σε καινοτομίες που θα είναι οικονομικά αποδοτικές και κοινωνικά ωφέλιμες.
Δυστυχώς, πλήθος ερευνών, μελετών, στοιχείων, αλλά τελι-κά και η ίδια η εμπειρία, καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα: η υστέρηση της Ελλάδας, στο θέμα της παραγωγής καινοτο-μίας είναι συστημική. Μόνιμα, σε όλους τους δείκτες, είτε είμαστε κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είτε στις τελευταίες θέσεις των σχετικών κατατάξεων. Υστε-ρούμε στην ποιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος, στη διασύνδεση των Πανεπιστημίων με τη βιομηχανία, στην ίδρυση επιχειρήσεων κλπ, παρά τις υψηλές δαπάνες για την έρευνα.
Η πρόταση του ΣΒΒΕ είναι η πολυπόθητη στροφή προς την καινοτομία να γίνει με στρατηγικό σχέδιο, σε καμία περίπτω-ση αποσπασματικά και με εκ των προτέρων υπολογισμούς της θετικής της επίδρασης στην ανάπτυξη της χώρας.
Ο ΣΒΒΕ θεωρεί ότι πρέπει ν΄ αποφασίσουμε ποιο μοντέλο θα υιοθετήσουμε: το μοντέλο της αγοράς και προσαρμογής στα δικά μας δεδομένα της τεχνολογίας που παράγουν άλλοι ή το μοντέλο της παραγωγής έρευνας που στη συνέχεια θα μετουσιώνεται σε εγχώρια επιχειρηματική καινοτομία;
Από την άλλη μεριά στην Ελλάδα, η εγχώρια κατανάλωση μειώθηκε κατά 27% μεταξύ του 2009 και του 2016.
Η ανάκαμψη του 2014 έδινε τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να επεκταθούν στις διεθνείς αγορές. Χώρες όπως η Πορτο-γαλία, η Ισπανία και η Ιρλανδία, αξιοποίησαν την περίοδο αυτή και η εξωστρέφεια που ανέπτυξαν είχε από θετικά έως εξαιρετικά θετικά αποτελέσματα. Για την Ελλάδα όμως δεν συνέβη το ίδιο.
Γιατί συνέβη αυτό;
Διότι οι χώρες που σας προανέφερα έχτιζαν και προσπαθού-σαν για πολλά χρόνια, σε αντίθεση με μας που ακολουθήσα-με πορεία εσωστρέφειας.
Και ίσως να συνεχίζεται και σήμερα αυτή η εσωστρέφεια, αφού παρά την ανάκαμψη των εξαγωγών, είναι γεγονός ότι από το 2015 έχει αρχίσει να επιδεινώνεται ξανά το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών από +0,2δις € το 2015, σε -1,1δις€ το 2016 λόγω ακριβώς της αύξησης των εισαγωγών προϊό-ντων και τουριστικών υπηρεσιών: +15,5% και +7,1% αντί-στοιχα.
Όμως, τι κάνουμε απ΄εδώ και πέρα;
Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι άλματα στο άνοιγμα των διεθνών αγορών δεν μπορούν να γίνουν από τη μια μέρα στην άλλη. Χρειάζονται μακροχρόνιες, συστηματικές και κυ-ρίως επίπονες προσπάθειες ανάπτυξης διεθνών διασυνδέσε-ων και γι΄αυτό δεν πρέπει μόνον οι επιχειρήσεις να φροντί-ζουν, αλλά και το πολιτικό σύστημα, και η ίδια η κοινωνία.